O λογοπεδικός (λογοθεραπευτής, θεραπευτής λόγου, λογοπαθολόγος) ασχολείται με την έρευνα, πρόληψη, διάγνωση και αντιμετώπιση όλου του φάσματος των δυσκολιών που μπορεί το παιδί να παρουσιάζει στο λόγο και στην ομιλία.

Ανάλογα με το είδος και το μέγεθος της δυσκολίας του παιδιού να μιλήσει καθώς και τα συνοδά προβλήματα, ο λογοπεδικός συνεργάζεται με διάφορους ειδικούς, όπως παιδοψυχολόγο, παιδονευρολόγο, νεογνολόγο, κοινωνικό λειτουργό, παιδοψυχίατρο, ακουολόγο, δάσκαλο, νηπιαγωγό κ.α. Έχει ως στόχο τη διάγνωση, δηλαδή την αναγνώριση των προβλημάτων που παρουσιάζει το παιδί στο λόγο και στην ομιλία. Βάσει αυτής προτείνεται η περαιτέρω αντιμετώπιση του παιδιού και της οικογένειάς του. Ο λόγος του παιδιού παρακολουθείται από τον λογοπεδικό σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Ο λογοπεδικός της Πανεπιστημιακής Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του Νοσοκομείου Παίδων «Η Αγία Σοφία|» συμμετέχει στην αξιολόγηση και χειρισμό των παιδιών με διαταραχές του λόγου και της ομιλίας που νοσηλεύονται σε διάφορες παιδιατρικές κλινικές ή/και προσέρχονται στα εξωτερικά και εξειδικευμένα ιατρεία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έγκαιρη αξιολόγηση του λόγου και της ομιλίας σε ένα παιδί για να αποφευχθούν οι ψυχολογικές και μαθησιακές συνέπειες που μπορούν να προκύψουν από αυτήν.

Πότε πρέπει να ανησυχούμε για το λόγο και την ομιλία του παιδιού;

Έως 12 μηνών – το μωρό δεν αντιδρά στη φωνή των μελών της οικογένειας, όταν αυτοί βρίσκονται έξω από το οπτικό του πεδίο ή όταν δεν το αγγίζουν. Δεν αντιδρά στους ήχους, δεν κοιτάζει ή δε στρέφει το κεφάλι του προς την πηγή τους, ενώ δεν υπάρχει ένδειξη απώλειας της ακοής. Δεν παράγει ήχους.

Έως 18 μηνών – Το παιδί δεν προφέρει κατανοητές λέξεις ή δικές του λέξεις που έχουν επικοινωνιακό χαρακτήρα, π.χ. μπούα = νερό. Μέχρι αυτή την ηλικία, το λεξιλόγιο του παιδιού εκτός από τις δικές του λέξεις, δε συμπεριλαμβάνει κατανοητές λέξεις με νόημα. Δεν ονομάζει οικεία αντικείμενα και το λεξιλόγιο δεν εμπλουτίζεται. Το παιδί δείχνει να μην κατανοεί συνηθισμένες, καθημερινής χρήσης λέξεις και απλές εντολές. Δεν δείχνει τους οικείους του ανθρώπους ούτε γνωστά αντικείμενα του σπιτιού, παρ’όλο που του τα δείξανε και του τα ονομάσανε πολλές φορές.

Έως 2,6 ετών – το παιδί δεν προφέρει γνωστές και αναγνωρίσιμες λέξεις πέρα από ελάχιστες όπως μαμά, μπαμπά, γιαγιά κλπ., ενώ θα έπρεπε να κατονομάζει ανθρώπους και αντικείμενα του περιβάλλοντός του. Δε σχηματίζει προτάσεις με 2–3 λέξεις. Δε δείχνει γνώριμα αντικείμενα ή ανθρώπους όταν δεν του τα υποδείξουν με βοηθητική κίνηση μέσω χεριού ή βλέμματος, π.χ. λέμε «δώσε μου τα παπούτσια» κοιτάζοντας προς το μέρος τους.

Έως 3,6 χρονών – Το παιδί δε χρησιμοποιεί μεγαλύτερες προτάσεις, πληθυντικό αριθμό και προθέσεις. Χρησιμοποιεί λίγα ρήματα ή/και καθόλου άρθρα ή επίθετα. Η ομιλία του είναι δυσκατάληπτη. Δεν κάνει ερωτήσεις. Το παιδί αργεί πολύ να καταλάβει τι του λέμε. Δίνει την εντύπωση ότι δεν καταλαβαίνει σταθερά τις έννοιες των λέξεων. Δεν κατανοεί απλές ιστορίες.

Έως 4,6 χρονών – η ομιλία του παιδιού δεν είναι κατανοητή από το ευρύτερο περιβάλλον. Δεν μπορεί να αφηγηθεί απλά και πρόσφατα γεγονότα.

Ανεξάρτητα της χρονολογικής ηλικίας του παιδιού, πρέπει να μας ανησυχεί:

  • Η στασιμότητα ή η παλινδρόμηση στη γλωσσική εξέλιξη μετά από περίοδο φαινομενικά φυσιολογικής ανάπτυξης του λόγου.
  • Η ένρινη απόχρωση της ομιλίας.
  • Ο τραυλισμός.
  • Η μειωμένη ικανότητα εξεύρεσης ονομασιών γνώριμων αντικειμένων, π.χ. το καπέλο = αυτό που φοράμε στο κεφάλι.
  • Η χρήση του λόγου που δεν αντιστοιχεί στις συγκεκριμένες καταστάσεις.
  • Το φτωχό και στερεότυπο παιχνίδι.
  • Η έλλειψη ή η μειωμένη ικανότητα κατανόησης του μεταφορικού λόγου (παροιμίες, αστεία, ειρωνεία), σε παιδιά σχολικής ηλικίας.